Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὀροφαὶ δι

См. также в других словарях:

  • ὀροφαί — ὀροφή roof of a house fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οροφή — Με τη λέξη ο. εννοούμε γενικά την εσωτερική άνω επιφάνεια ενός χώρου, είτε αυτή είναι επίπεδη είτε όχι, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική άνω επιφάνεια που ονομάζουμε στέγη. Η ο. και η στέγη αποτελούν τμήματα του αυτού κατά κανόνα φέροντα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»